προκλίνη

προκλίνη
ἡ, Α
ανάκλιντρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κλίνη «κρεβάτι, ανάκλιντρο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλίνη, ναυπηγική — Μακριά πρισματική κατασκευή στην οποία ναυπηγούνται τα πλοία. Κατασκευάζεται συνήθως με τοιχοποιία ή τσιμέντο, ενώ, αν πρόκειται για μικρά σκάφη, με ξύλο. Η κλίση της ν.κ., σε σχέση με το οριζόντιο επίπεδο, πρέπει να είναι τέτοια ώστε η συνιστώσα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”